κληρονομικό δίκαιο

κληρονομικό δίκαιο
Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την κληρονομική διαδοχή. Βασικά, το κ.δ. ρυθμίζει μόνο τις περιουσιακού δικαίου σχέσεις του προσώπου μετά τον θάνατό του. Οι συνέπειες που σχετίζονται με την οικογένεια, όπως η λύση του γάμου, της πατρικής εξουσίας, η παύση του λειτουργήματος του επιτρόπου κλπ., ρυθμίζονται από το οικογενειακό δίκαιο. Από τους ανάλογους κλάδους ρυθμίζονται αναλόγως και διάφορες άλλες σχέσεις, δημοσίου, εργατικού ή ενοχικού και εμπορικού δικαίου. Το κ.δ. βασίζεται στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας, που αποτελεί θεσμό, και στην ιδέα της οικονομικής συνέχειας των γενεών, ως κίνητρο για την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας στα πλαίσια του φιλελεύθερου οικονομικού συστήματος. Το κ.δ. άρχισε να αναπτύσσεται με την κατάργηση της οικογενειακής περιουσίας, που δεν δημιουργούσε πρόβλημα διαδοχής, επειδή η περιουσία ανήκε σε όλα τα μέλη της οικογένειας μετά τον θάνατο οποιουδήποτε, χωρίς πρόβλημα για την τύχη της. Αυτό υποστηρίζεται ότι ίσχυε στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο και κατά τους ομηρικούς χρόνους. Ωστόσο, ήδη από το αττικό δίκαιο άρχισαν να φαίνονται οι πρώτοι θεσμοί του κ.δ., που ολοκληρώθηκαν στο ρωμαϊκό και στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Το κ.δ. του ελληνικού Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) ακολουθεί βασικά τις αρχές του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου όπως έχει διαμορφωθεί και συμπληρωθεί με τα διάφορα νομοθετήματα, από το 1835 και μετά, χωρίς ωστόσο να έχει αποκλίνει από τις βασικές γραμμές που αναφέρονται στην καθολική διαδοχή, στην ελευθερία της διάθεσης, στο κληρονομικό δικαίωμα των συγγενών αλλά και σε άλλους ειδικούς θεσμούς, όπως κληροδοσίες, τρόπο, νόμιμη μοίρα κλπ. Τα χαρακτηριστικά και οι κατευθυντήριες αρχές του κ.δ. είναι: η αρχή της καθολικής διαδοχής, η ελευθερία της διάθεσης και η αρχή της οικογενειακής διαδοχής, που διέπουν το όλο πνεύμα του κ.δ. και αποτελούν βάση για κάθε ερμηνεία διαθήκης ή λύση άλλων προβλημάτων της κληρονομικής διαδοχής. Ο A.Κ., ως γενική αρχή του κ.δ., ανάγει τον κληρονομούμενο σε κυρίαρχο πρόσωπο της δομής του. Αυτό κυρίως εκδηλώνεται με την προτεραιότητα της διαθήκης, που αποτελεί την τελευταία του θέληση, μπροστά στη ρύθμιση της κληρονομικής διαδοχής από τον νόμο. Επίσης, ο κληρονομούμενος παραμένει ελεύθερος, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, να αλλάξει τη γνώμη του και να ρυθμίσει όπως θέλει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Δεν έχει καμία δέσμευση, εκτός από την εξαίρεση της νόμιμης μοίρας, που είναι μια παραχώρηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων για χάρη των οικογενειακών αρχών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… …   Dictionary of Greek

  • Γόρτυς — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικός — ή, ό (Α κληρονομικός, ή, όν) [κληρονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κληρονομία ή στον κληρονόμο («κληρονομικό δικαίωμα») 2. αυτός που προέρχεται από κληρονομία («το σπίτι τους στην εξοχή είναι κληρονομικό») νεοελλ. 1. (για σωματικές ή …   Dictionary of Greek

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

  • κυοφορούμενο — (Νομ.). Ονομασία του εμβρύου στη νομική ορολογία. Το δίκαιο αναγνωρίζει δικαιώματα στο κ., καθορίζοντας με γενική διάταξη το εξής: «Ως προς τα δικαιώματα που του επάγονται, το κ. θεωρείται γεννημένο, αν γεννηθεί ζωντανό». Αν γεννήθηκε ζωντανό, αν …   Dictionary of Greek

  • ευεργέτημα — Το αποτέλεσμα της ευεργεσίας, η χάρη, μια ωφέλιμη και γενικά καλή πράξη. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη νομική γλώσσα αλλά με διαφορετικές έννοιες, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Στο μεσαιωνικό δίκαιο ο όρος ε. δήλωνε την παραχώρηση της κάρπωσης… …   Dictionary of Greek

  • ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… …   Dictionary of Greek

  • απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”